ἀκατασχεσία

From LSJ

Γυναικὸς ἐσθλῆς ἐπιτυχεῖν οὐ ῥᾴδιον → Certe invenire feminam haud facile est bonam → Ein braves Eheweib zu finden ist nicht leicht

Menander, Monostichoi, 94
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκατασχεσία Medium diacritics: ἀκατασχεσία Low diacritics: ακατασχεσία Capitals: ΑΚΑΤΑΣΧΕΣΙΑ
Transliteration A: akataschesía Transliteration B: akataschesia Transliteration C: akataschesia Beta Code: a)katasxesi/a

English (LSJ)

ἡ, ungovernableness, Ptol.Tetr.170.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
inestabilidad, desequilibrio, descontrol ἀκατασχεσίαις καὶ ἀπαλλατριώσεσι τῶν οἰκείων Heph.Astr.2.16.5, Ptol.Tetr.3.15.5 (cód., pero cf. ἀκαταστασία).

Greek (Liddell-Scott)

ἀκατασχεσία: ἡ, τὸ ἀκατάσχετον καὶ ἀκυβέρνητον, Πτολ., κτλ.

Greek Monolingual

η (Α ἀκατασχεσία) ἀκατάσχετος
η ιδιότητα του ακατάσχετου.