ἀκρέμων
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
Greek (Liddell-Scott)
ἀκρέμων: -ονος, ὁ, ἢ κάλλιον ἀκρεμών, όνος, Ἀρκάδ. 14. 2, Σουΐδ: (ἄκρος): - Κυρίως κλάδος ἢ κλὼν τελευτῶν εἰς μικροτέρους κλαδίσκους καὶ κλωνάρια, Ἀριστ. Φυτ. 2. 10. 3, Θεοφρ. Ἱ. Φ. 1. 1, 9· ἀλλὰ καὶ ἁπλῶς, κλάδος, κλαδίσκος, κλωναράκι, βλάστημα, Σιμων. (;) 183, Εὐρ. Κύκλ. 455, Θεόκρ. 16. 96.
Spanish (DGE)
ἀκρεμών, -όνος, ὁ
• Grafía: acent. ἀκρέμων Phys.A 57.2, Opp.C.3.181, tb. frec. cód. pero cf. Hdn.Gr.1.33, tard. graf. ἀκραίμων
1 ramo, retoño, vástago φέροιτο ... βότρυν ... ἀπ' ἀκρεμόνων Simon.125.8D., ἐλαίας E.Cyc.455, cf. Thphr.HP 1.1.9, Theoc.16.96, Ep.1.6, Euph.38A.11, A.R.2.1101, ἀκρεμόνας δὲ χεῖρας ἑὰς ποίησε (Βάκχος) Nonn.D.36.309
•fig. ὁ ἐχῖνος, τὸ πονηρὸν πνεῦμα, ... μὴ ἔχων ... ἀκρέμονα ἐν σοί Phys.l.c., ref. a los téntaculos nuevos que le crecen al pulpo, Opp.l.c.
2 fig. persona destacada Epiph.Const.Haer.68.1.8.
Greek Monotonic
ἀκρέμων: -ονος ή ἀκρεμών, -όνος, ὁ (ἄκρος), κλαδί, κλωνάρι, βλαστός, σε Ευρ., Θεόκρ.