ἀμεθέστατος

From LSJ

γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → the fool laughs even when there's nothing to laugh at

Source

Spanish (DGE)

-ον
inamovible en fórmulas de garantía contra la evicción ὅπως ... μένῃ ἡμῖν ἡ μίσθωσις βεβαία ἐπὶ τὸν πενταετ[ῆ] χρόνον ἀμεθεστάτους (sic) PAmh.85.22 (I a.C.), ἀμεθέστατόν σε φυλάξω PSarap.48a.5 (II a.C.), cf. 22.9 (II a.C.), 27.26 (II a.C.), 28bis.8 (II a.C.).