ἀμελέστερον

From LSJ

νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness

Source

French (Bailly abrégé)

Cp. de ἀμελῶς.

Russian (Dvoretsky)

ἀμελέστερον: compar. к ἀμελῶς.