ἀμφιετίδαι
From LSJ
Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir
English (LSJ)
οἱ, Com. name for stupid persons, Men.13D.
Greek Monolingual
ἀμφιετίδαι, οι (Α) ἀμφιετής
κωμική ονομασία για ανόητους ανθρώπους.