ἀνήλωσα

From LSJ

περὶ ταῦτα οὕτω σφι νενομοθέτηται → it has been so ordained by law

Source

French (Bailly abrégé)

v. ἀναλίσκω.

Greek Monotonic

ἀνήλωσα: αόρ. αʹ του ἀναλίσκω.