ἀνδρόπρῳρος
From LSJ
English (LSJ)
ἀνδρόπρῳρον, (πρῷρα) with man's face, Emp. 61.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): ἀνδρόπρωρος Hsch.
que tiene cara de hombre βουγενῆ Emp.B 61, cf. Arist.Ph.198b32, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνδρόπρῳρος: -ον, ὁ ἔχων ἀνδρικὸν πρόσωπον, «βουγενῆ ἀνδρόπρῳρα» Ἐμπεδ. 314· ἴδε πρῷρα.
Russian (Dvoretsky)
ἀνδρόπρῳρος: с человеческим лицом (βουγενῆ ἀνδρόπρῳρα Emped.).
German (Pape)
(Vetera Lexica erkl. ἀνδροπρόσωπος), mit Männerantlitz. Empedocl. 215.