ἀνεπιλογιστία
From LSJ
Ἤθη πονηρὰ τὴν φύσιν διαστρέφει → Bonae indolis venena sunt mores mali → Verdorbne Sitten sind verderblich der Natur
English (LSJ)
ἡ, v. sub ἀνεπιλόγιστος.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
irreflexión διὰ τὴν ἐκ νεότητος ἀνεπιλογιστίαν ἁμαρτουσῶν Sch.Od.15.225.
German (Pape)
[Seite 224] ἡ, Unüberlegtheit, Schol. Od. 15, 225.