ἀνοσήλευτος

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνοσήλευτος Medium diacritics: ἀνοσήλευτος Low diacritics: ανοσήλευτος Capitals: ΑΝΟΣΗΛΕΥΤΟΣ
Transliteration A: anosḗleutos Transliteration B: anosēleutos Transliteration C: anosileftos Beta Code: a)nosh/leutos

English (LSJ)

ἀνοσήλευτον, untended, S.Fr.264.

Spanish (DGE)

-ον desatendido de un enfermo, S.Fr.264.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνοσήλευτος, -ον)
αυτός που δεν νοσηλεύθηκε
νεοελλ.
(για αρρώστιες) αυτός που δεν χρειάζεται ή δεν επιδέχεται νοσηλεία.