ἀντιπαρεκτείνω

From LSJ

οὕτως ἔσονται οἱ ἔσχατοι πρῶτοι καὶ οἱ πρῶτοι ἔσχατοι· πολλοὶ γάρ εἰσι κλητοί, ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί → so the last shall be first and the first last for many be called but few chosen

Source

German (Pape)

[Seite 257] dagegen (in langer Schlachtlinie) aufstellen, Ios.

Russian (Dvoretsky)

ἀντιπαρεκτείνω: Diog. L. = ἀντιπαρατείνω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιπαρεκτείνω: ἀντιπαρατείνω, Χρύσιππ. ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1. 376.

Spanish (DGE)

I intr.
1 penetrar (αἱ ψυχαί) δι' ὅλων γὰρ τῶν σωμάτων ἡμῶν ἀντιπαρεκτείνουσιν Chrysipp.Stoic.2.153, tb. en v. med. ἀ. ἀλλήλοις penetrarse mutuamente Chrysipp.Stoic.2.154, 155.
2 en v. med. extenderse a su vez ὡς μονάδος como a partir de la unidad Iambl.in Nic.p.13
extenderse paralelamente de una reg. que es limítrofe de otra, Anon.Geog.Comp.21.
II tr. en v. act. extender paralelamente τὸ δὲ λοιπὸν ἱππικὸν ... τῷ τείχει I.BI 3.255.