ἀντιπαρατείνω
Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau
English (LSJ)
A stretch side by side so as to compare or contrast, ἄλλον [λόγον] πρὸς αὐτὸν ἀ. Pl.Phdr.257c.
2 intr., extend beside, Anon.Geog.Comp.7; and Pass. in same sense, ib.21.
Spanish (DGE)
I tr.
1 presentar en forma paralela o equiparable a ἐὰν ἄρα καὶ ἐθελήσῃ πρὸς αὐτὸν (sc. λόγον) ἄλλον ἀντιπαρατεῖναι si es que también él desea presentar otro discurso equiparable a éste Pl.Phdr.257c.
2 extender paralelamente τὴν φάλαγγα D.C.62.8.2.
II intr. extenderse paralelamente a de una región que es limítrofe de otras, Anon.Geog.Comp.7.
German (Pape)
[Seite 257] gegenüber ausdehnen, z. B. die Schlachtlinie, Dio C.; übertr., λόγον πρὸς ἄλλον, um zu vergleichen, Plat. Phaedr. 257 c.
French (Bailly abrégé)
1 étendre (des troupes) sur une ligne parallèle;
2 fig. établir en parallèle, comparer, opposer.
Étymologie: ἀντί, παρατείνω.
Russian (Dvoretsky)
ἀντιπαρατείνω: противопоставлять, сопоставлять (τι προς τι Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιπαρατείνω: παρατείνω παραλλήλως, πρὸς παραβολὴν ἢ σύγκρισιν, ἄλλον λόγον πρὸς ἀντ. Πλάτ. Φαῖδρ. 257C.
Greek Monolingual
ἀντιπαρατείνω (Α)
εκτείνω κάτι δίπλα σε κάτι άλλο, αντιπαραθέτω για να συγκρίνω προσεκτικά.
Greek Monotonic
ἀντιπαρατείνω: μέλ. -τενῶ, τεντώνω δίπλα-δίπλα, έτσι ώστε να συγκρίνω, τιπρὸς τι, σε Πλάτ.