ἀνυποχώρητος

From LSJ

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνυποχώρητος Medium diacritics: ἀνυποχώρητος Low diacritics: ανυποχώρητος Capitals: ΑΝΥΠΟΧΩΡΗΤΟΣ
Transliteration A: anypochṓrētos Transliteration B: anypochōrētos Transliteration C: anypochoritos Beta Code: a)nupoxw/rhtos

English (LSJ)

gloss on ἀνύπεικτος, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνυποχώρητος: -ον, ὁ μὴ ὑποχωρῶν, Ἡσύχ. ἐν λ. ἀνύπεικτος.

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ ἀνυποχώρητος, -ον)
αυτός που δεν υποχωρεί, που δεν ενδίδει, ανένδοτος.