ἀπαμπλακίσκω
From LSJ
ταυτὶ γὰρ συκοφαντεῖσθαι τὸν Ἕκτορα ὑπὸ τοῦ Ὁμήρου → that is a false charge brought against Hector by Homer
French (Bailly abrégé)
ao.2 ἀπήμπλακον;
s'écarter de, s'égarer.
Étymologie: ἀπό, ἀμπλακίσκω.
Russian (Dvoretsky)
ἀπαμπλακίσκω: (aor. 2 ἀπήμπλᾰκον) ошибаться Soph.