ἀποδεχθείς
From LSJ
Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts
English (LSJ)
Ion. for ἀποδειχθείς, Hdt.
Spanish (DGE)
v. ἀποδείκνυμι.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποδεχθείς: Ἰων. ἀντὶ ἀποδειχθείς, Ἡρόδ.
Greek Monotonic
ἀποδεχθείς: Ιων. αντί ἀποδειχθείς.