ἀποφαντός
From LSJ
Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid
Greek (Liddell-Scott)
ἀποφαντός: -ή, -όν, διακηρυχθείς, δηλωθείς, ἐξενεχθείς, τὸ μὲν ἀξίωμά φασιν εἶναι λεκτὸν αὐτοτελὲς ἀποφαντὸν ὅσον ἐφ’ ἑαυτῷ Σέξτ. Ἐμπ. Π. 2.104, Διογ. Λ. 7. 65.
Spanish (DGE)
-όν
1 enunciado, manifiesto, evidente ἀξίωμά ἐστι τὸ ἀποφαντὸν ... ἐφ' ἑαυτῷ Chrysipp.Stoic.2.63, cf. S.E.P.2.104
•gram., enunciado de las partes del λόγος: τί ἀποφαντόν Chrysipp.Stoic.2.31.
2 adv. -ως dud. en POxy.1642.53 (VI d.C.).