ἀργολογία
From LSJ
Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart
Greek (Liddell-Scott)
ἀργολογία: ἡ, ματαιολογία, φλυαρία, Ἐκκλ.: - Ἐπίθ. ἀργολογικός, ή, όν, Εὐστ. Πονημάτ. 252, 14: - Ἐπίρρημ. ἀργολογικῶς αὐτόθι 260. 86.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
charla vana op. σιωπή Basil.M.31.1041A, op. διδασκαλία πνευματική Apoph.Patr.M.65.245B, cf. Ephr.Syr.1.16E, Nil.M.79.540A, Hsch.s.u. βαττολογία.
German (Pape)
ἡ, unnützes Gerede, Sp.