ἀσυκοφαντήτως

From LSJ

ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν ὑδρορρόαι δύο ῥέουσιν μέλανος → two streams of black run from the eyes

Source

French (Bailly abrégé)

adv.
sans chicane.
Étymologie: ἀσυκοφάντητος.

Russian (Dvoretsky)

ἀσῡκοφαντήτως: не клеветнически, без всякой клеветы (χρῆσθαι τοῖς ὀνόμασιν Plut.).