ἀσυκοφαντήτως
From LSJ
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
French (Bailly abrégé)
adv.
sans chicane.
Étymologie: ἀσυκοφάντητος.
Russian (Dvoretsky)
ἀσῡκοφαντήτως: не клеветнически, без всякой клеветы (χρῆσθαι τοῖς ὀνόμασιν Plut.).