ἁπαλυντής

From LSJ

ἑρμηνεία διὰ τῆς ὀνομασίας → expression by means of language

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁπᾰλυντής Medium diacritics: ἁπαλυντής Low diacritics: απαλυντής Capitals: ΑΠΑΛΥΝΤΗΣ
Transliteration A: hapalyntḗs Transliteration B: hapalyntēs Transliteration C: apalyntis Beta Code: a(palunth/s

English (LSJ)

ἁπαλυντοῦ, ὁ, worker of hides, currier, Zonar.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ curtidor Zonar.s.u. δεψοποιός.

Greek (Liddell-Scott)

ἁπᾰλυντής: -οῦ, ὁ, ὁ ἁπαλύνων δέρματα, βυρσοδέψης, «δεψοποιός· βαφεύς, ἁπαλυντὴς» Ζωναρ. 478.

Greek Monolingual

ἁπαλυντής, ο (Μ)
εκείνος που κάνει απαλά τα δέρματα, ο βυρσοδέψης.