ἁρματροχιή

From LSJ

γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose

Source

German (Pape)

[Seite 355] ἡ, dasselbe, Il. 23, 505.

English (Autenrieth)

(τροχός): wheel-rut, Il. 23.505†.

Spanish (DGE)

v. ἁρματοτροχιά.

Greek Monolingual

ἁρματροχιή, η (ποιητ. τ.) (Α)
η αρματοτροχιά.