ἄδερμος
From LSJ
στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
English (LSJ)
ον, = ἀδέρματος, Hsch. s.v. ἄδαπτον.
Spanish (DGE)
-ον que no tiene piel Hsch.s.u. ἄδαρτον.
Greek (Liddell-Scott)
ἄδερμος: -ον, = τῷ προηγ., Ἡσύχ. ἐν λ. ἄδαπτος.