ἄπλευρος
τὸ πεπρωμένον γὰρ οὐ μόνον βροτοῖς ἄφευκτόν ἐστιν, ἀλλὰ καὶ τὸν οὐρανόν ἔχουσι → fate is unavoidable not only for mortals, but also for those who hold the heavens
English (LSJ)
ἄπλευρον, without sides or ribs, ἄ. στῆθος narrow chest, Arist. Phgn.810a3, cf. 809b7 (Comp.); of persons, narrow-chested, opp. εὔπλευροι, ib.810b13, Teles p.55.3 H., Mnesith. ap. Orib.21.7.6 (Sup.).
Spanish (DGE)
-ον
sin costados, estrecho στῆθος Arist.Phgn.809b7, 810a3
•de pers. estrecho de pecho op. εὔπλευροι Arist.Phgn.810b13, cf. Teles p.55.3, Mnesith.Cyz. en Orib.Inc.7.6.
German (Pape)
[Seite 292] (πλευρά), (ohne Ribben), Teles bei Stob. Flor. 108, 83, von schlechten Seiten; Compar., Arist. physiogn. 5.
Russian (Dvoretsky)
ἄπλευρος:
1 не имеющий ребер, т. е. узкий (στῆθος Arst.);
2 узкогрудый Arst.
Greek (Liddell-Scott)
ἄπλευρος: -ον, ὁ μὴ ἔχων πλευράς, ἄπλ. στῆθος, στενόν, Ἀριστ. Φυσιογν. 5. 11: ἐπὶ προσώπ. ὁ ἔχων στενὸν τὸ στῆθος, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ εὔπλευρος αὐτόθι 6. 9.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἄπλευρος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που δεν έχει πλευρές
αρχ.
(για ανθρώπους και ζώα) εκείνος που έχει στενό θώρακα.