Ἀμοργῖνος
From LSJ
ἐπὶ τῷ μὴ κοινωνικῶς χρῆσθαι τοῖς εὐτυχήμασι → for not having used their success in a spirit of partnership
English (LSJ)
v. Ἀμόργιος, Amorgean, Amorgosian, Suid. s.v. Σιμωνίδης Κρίνεω.
Spanish (DGE)
-η, -ον
de Amorgos, amorgino Charax 48, Sud.s.u. Σιμωνίδης Κρίνεω.
Greek Monolingual
Ἀμοργῖνος, Ἀμοργίνη (Α) Ἀμοργός
ο κάτοικος της Αμοργού ή αυτός που κατάγεται από αυτήν.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Ἀμοργὸς + κατάλ. -ῖνος].