Ἀρτοβαζάνης

From LSJ

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source

Spanish (DGE)

-ου, ὁ Artobazanes hijo de Darío I, Hdt.7.2.

Russian (Dvoretsky)

Ἀρτοβαζάνης: Her. v. l. = Ἀρταβαζάνης.

Greco-Persian Names

Variant of Ἀρταβαζάνης.