Ἀχραδούσιος
From LSJ
Βίον καλὸν ζῇς, ἂν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Uxorem si non duxis, vives commode → Gut ist dein Leben, wenn du keine Frau ernährst
English (LSJ)
formed from ἀχράς, as if the name of a δῆμος, Crabby, Ar.Ec.362; cf. Ἀχερδούσιος.
Spanish (DGE)
v. Ἀχερδούσιος.
Greek (Liddell-Scott)
Ἀχραδούσιος: ἐσχηματίσθη ἐκ τοῦ ἀχράς ὡς εἰ ἐξ ὀνόματος δήμου τινός, στυφός, δριμύς, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 362· πρβλ. Ἀχερδούσιος.
Russian (Dvoretsky)
Ἀχρᾰδούσιος: ὁ [ирон. от ἀχράς, по созвуч. с Ἀχερδούσιος противный на вкус или несъедобный «фрукт» Arph.