ἐγγέγαα
From LSJ
πρὶν ἀλέκτορα φωνῆσαι τρὶς → before the rooster crows three times (Matthew 26:75)
English (LSJ)
Ep. pf. of ἐγγίγνομαι. ἐγγεγωνώς· βοήσας, Hsch.
French (Bailly abrégé)
v. ἐγγίγνομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἐγγέγαα: эп. pf. к ἐγγίγνομαι.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγγέγαα: Ἐπ. πρκμ. τοῦ ἐγγίγνομαι.
Greek Monotonic
ἐγγέγαα: Επικ. παρακ. του ἐγ-γίγνομαι.