ἐγκυκλέομαι

From LSJ

ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → woman is silver-plated dirt, woman is dirt covered with silver

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐγκυκλέομαι Medium diacritics: ἐγκυκλέομαι Low diacritics: εγκυκλέομαι Capitals: ΕΓΚΥΚΛΕΟΜΑΙ
Transliteration A: enkykléomai Transliteration B: enkykleomai Transliteration C: egkykleomai Beta Code: e)gkukle/omai

English (LSJ)

Pass.,
A roll or rotate in the sockets, of the joints, Hp. de Arte 10.
II in com. sense, to be cooped up, οὐκ οἶδ' ὅπῃ ἐγκεκύκλησαι Ar.V.699.
III Med., surround, Plu.TG5; τοὺς ἀμφὶ πλουσίαν τράπεζαν - κυκλουμένους Id.2.50d.

Russian (Dvoretsky)

ἐγκυκλέομαι: досл. (в чем-л.) вращаться, вертеться, ирон. быть одурачиваемым Arph.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκυκλέομαι: παθ. περιστρέφομαι, στρέφομαι, «γυρίζω» ἐντὸς τῶν κοτυλῶν, περὶ τῶν ἄρθρων τοῦ σώματος, Ἱππ. 6. 37. ΙΙ. ἐπὶ κωμ. ἐννοίας, «φέρομαι γύρῳ», ἐξαπατῶμαι, οὐκ οἶδ’ ὅπη ἐγκεκύκλησαι Ἀριστοφ. Σφ. 699. ― Πρβλ. ἐκκυκλέω. ΙΙΙ. Μέσ., περιβάλλω, περικυκλώνω, Πλουτ. Τ. Γράκχ. 5.

Greek Monotonic

ἐγκυκλέομαι: Παθ., περιστρέφω τα μάτια· μεταφ., εξαπατούμαι, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

Pass. to rotate in the sockets: metaph. to turn in, Ar.