ἐκταμιεύομαι

From LSJ

Δύο γὰρ, ἐπιστήμη τε καὶ δόξα, ὧν τὸ μὲν ἐπίστασθαι ποιέει, τὸ δὲ ἀγνοεῖν → Two different things are science and belief: the one brings knowledge, the other ignorance (Hippocrates)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκτᾰμῐεύομαι Medium diacritics: ἐκταμιεύομαι Low diacritics: εκταμιεύομαι Capitals: ΕΚΤΑΜΙΕΥΟΜΑΙ
Transliteration A: ektamieúomai Transliteration B: ektamieuomai Transliteration C: ektamieyomai Beta Code: e)ktamieu/omai

English (LSJ)

A dispense, Agatharch.102.
II receive from store, PRein.15.16, al. (ii B.C.).

Spanish (DGE)

1 recibir, almacenar mercancías libradas por un proveedor o mayorista οὓς ἐκτεταμίευσαι ἐρίφους δι' ἐμοῦ PCair.Zen.429.10, cf. 8.21, PEnteux.34.5 (todos III a.C.), πυροῦ ἀρτάβας ... ἃς ἐκτεταμίευται παρ' αὐτοῦ ἐξ οἶκου PLugd.Bat.22.15.16, cf. 18.9 (ambos II a.C.), en v. pas. τοῦ ἐκτεταμιευμένου σίτου PSI 482.4 (III a.C.).
2 administrar comercialmente, distribuir en exclusiva, monopolizar Σαβαίων καὶ Γερραίων ... ἐκτεταμιευμένων πᾶν τὸ πῖπτον εἰς διαφορᾶς λόγον Agatharch.102.

Greek Monolingual

ἐκταμιεύομαι (Α)
1. αποταμιεύω, εξοικονομῶ
2. παίρνω από την αποθήκη.