ὁ ὑπεράπειρον ἔχων τῆς ἀγαθότητος τὸ ἀνεξιχνίαστον πέλαγος → who possesses an infinite and inscrutable sea of goodness
part. pf. épq. de ἔρχομαι.
ἐλθέμεν(αι): see ἔρχομαι.
ἐληλουθώς: эп. part. pf. к ἔρχομαι.