ἐμπολά
From LSJ
Δύσμορφος εἴην μᾶλλον ἢ καλὸς κακός → Turpi forma esse malim, quam pulcher malus → Ach, wär ich lieber missgeformt als schön und schlecht
English (Slater)
ἐμπολά merchandise τόδε μὲν κατὰ Φοίνισσαν ἐμπολὰν μέλος ὑπὲρ πολιᾶς ἁλὸς πέμπεται (P. 2.67)
Russian (Dvoretsky)
ἐμπολά: ἡ дор. = ἐμπολή.