ἐπαναρριπτέω
From LSJ
κενὰ σκιαγραφήματα τῆς διανοίας → figments of the imagination
English (LSJ)
v. ἐπαναρρίπτω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπαναρριπτέω: подпрыгивать, подскакивать (λαγῷ ἐπαναρριπτοῦντες Xen.).
German (Pape)
in die Höhe werfen; intr., in die Höhe springen, Xen. Cyn. 5.4.