ἐπιφόρησις

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249

German (Pape)

[Seite 1001] ἡ, das Zu-, Daraufbringen, Eust.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιφόρησις: -εως, ἡ, ἐπισώρευσις, κόνεως Εὐστ. Πονημάτ. 321. 33.

Greek Monolingual

ἐπιφόρησις, ἡ (Μ) επιφορώ
προσθήκη, συσσώρευση.