ἐρημοφίλας
From LSJ
τὸ γὰρ βραχύ τι τοῦτο πᾶσαν ὑμῶν ἔχει τὴν βεβαίωσιν καὶ πεῖραν τῆς γνώμης → this trifle contains the whole seal and trial of your resolution
French (Bailly abrégé)
(ὁ) :
adj. m. dor.
qui aime la solitude.
Étymologie: ἔρημος, φίλος.
Russian (Dvoretsky)
ἐρημοφίλᾱς: ου ὁ дор. = ἐρημοφίλης.