ἐσαράσσω

From LSJ

τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts

Source

French (Bailly abrégé)

pousser ou refouler dans : τὴν ἵππον HDT refouler la cavalerie.
Étymologie: εἰς, ἀράσσω.