ἐτελείετο

From LSJ

Σέβου τὸ θεῖον μὴ ‘ξετάζων, πῶς ἔχει → Venerare numen: quid sit, noli quaerere → Die Gottheit ehre ohne Prüfung ihres Tuns

Menander, Monostichoi, 474

Greek Monotonic

ἐτελείετο: Επικ. γʹ ενικ. Παθ. παρατ. του τελέω.