ἐτελείετο

From LSJ

κεντέω τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν → of impetuous haste, goad the foal around the turning post

Source

Greek Monotonic

ἐτελείετο: Επικ. γʹ ενικ. Παθ. παρατ. του τελέω.