ἐφηλίς

From LSJ

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
tache de rousseur sur la peau.
Étymologie: ἐπί, ἥλιος.

Russian (Dvoretsky)

ἐφηλίς: ίδος или ἔφηλις, ιδος ἡ веснушка Plut.