ἑτοιμόπιστος

From LSJ

ἀνήρ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ προσκολληθήσεται → a man cleaves each to his fellow, each to one's fellow

Source

Greek (Liddell-Scott)

ἑτοιμόπιστος: -ον, εὔπιστος, Μάξιμ. Πλανούδ. ἐν μεταφ. Μεταμορφ. Ὀβιδ. 7. 826.