εὔπιστος

From LSJ

ἀδικία ἕξις ὑπεροπτικὴ νόμων → injustice: the state of despising the laws

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔπιστος Medium diacritics: εὔπιστος Low diacritics: εύπιστος Capitals: ΕΥΠΙΣΤΟΣ
Transliteration A: eúpistos Transliteration B: eupistos Transliteration C: eypistos Beta Code: eu)/pistos

English (LSJ)

εὔπιστον, (πίστις)
A trustworthy, trusty, of persons, X.Cyr.1.2.12 (Sup.); δῆμος BCH37.124 (Abdera, ii B.C.); εὔπιστα = things easy to believe, S.Aj.151 (anap., v.l. εὔπειστα).
II Act., easily believing, credulous, Men. 380, Arist.Rh.1389a18. Adv. εὐπίστως, ἔχειν Ar.Th.105.
III readily obeying, Euc. ap. Stob.3.6.63 (sed leg. εὔπειστος).

German (Pape)

[Seite 1088] leicht zu glauben, glaubwürdig, περὶ γὰρ σοῦ νῦν εὔπιστα λέγει Soph. Ai. 151, v.l. εὔπειστα (w. m. s.). – Von Personen, leicht gehorchend, folgsam, v.l. für εὔπεισ τος bei Xen. an den daselbst angeführten Stellen; auch = leichtgläubig, Men. Stob. fl. 104, 5; ε ὔπιστοι οἱ νέοι διὰ τὸ μήπω π ολλὰ ἐξηπ ατῆσθαι Arist. rhet. 2, 12; so auch adv., εὐπίστως ἔχειν Ar. Th. 111.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
I. 1 facile à croire, croyable;
2 fidèle;
II. qui croit facilement, crédule, confiant;
Sp. εὐπιστότατος.
Étymologie: εὖ, πιστός.

Russian (Dvoretsky)

εὔπιστος:
1 вполне надежный, верный (οἱ πολῖται Xen.);
2 вероятный: τὰ εὔπιστα Soph. слова, внушающие доверие;
3 доверчивый, легковерный (οἱ νέοι Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

εὔπιστος: -ον, (πίστις) ἄξιος ἐμπιστοσύνης, ἀξιόπιστος, ἐπὶ προσώπων, Ξεν. Κύρ. 1. 2, 12· εὔπιστα, πράγματα εὐκόλως πιστευόμενα, Σοφ. Αἴ. 151· ― ἐν ἀμφοτέροις τοῖς χωρίοις μετὰ διαφ. γραφ. εὔπειστος. ΙΙ. ἐνεργ., εὐκόλως πιστεύων, εὐκολόπιστος, Μένανδρ. ἐν «Παρακαταθήκῃ» 4, Ἀριστ. Ρητ. 2. 12, 7: οὕτως Ἐπίρρ., εὐπίστως ἔχειν Ἀριστοφ. Θεσμ. 105. ΙΙΙ. εὐκόλως ὑπακούων, εὐπειθὴς, Εὐκλείδ. παρὰ Στοβ. 86. 2, εἰ μὴ ἀναγνωστέον εὔπειστος.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α εὔπιστος, -ον)
1. αυτός που πιστεύει εύκολα σε κάτι, ο ευκολόπιστος
2. συνεκδ. αφελής, απλοϊκός, άκριτος
αρχ.
1. άξιος εμπιστοσύνης, αξιόπιστος
2. (για λόγους, γεγονότα, φήμες κ.λπ.) ευκολοπίστευτος, εύκολα πιστευόμενος
2. αυτός που υπακούει πρόθυμα, ο ευπειθής.
επίρρ...
ευπίστως και εύπιστα (Α εὐπίστως)
με εύπιστο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πιστός.

Greek Monotonic

εὔπιστος: -ον, I. άξιος εμπιστοσύνης, αξιόπιστος, έμπιστος, σε Ξεν.· εὔπιστα, πράγματα που εύκολα γίνονται πιστευτά, σε Σοφ.
II. Ενεργ., αυτός που εύκολα πιστεύει, που δείχνει εμπιστοσύνη εύκολα, εύπιστος, ευκολόπιστος, σε Αριστ.

Middle Liddell

εὔ-πιστος, ον
I. trustworthy, trusty, Xen.; εὔπιστα things easy to believe, Soph.
II. act. easily believing, credulous, Arist.