ἔγχονδρος
From LSJ
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
English (LSJ)
ἔγχονδρον, in grains, of manna, Dsc.1.68.6.
Spanish (DGE)
-ον en grano, granulado μάννα Dsc.1.68.6.
German (Pape)
[Seite 713] knorpelig, bröcklig, λίβανος, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
ἔγχονδρος: -ον, ἐν μικροῖς χόνδροις, Λατ. grumosus, Διοσκ. 1. 83.
Greek Monolingual
ἔγχονδρος, -ον (Α)
χωρισμένος σε χόνδρους, σε μικρά κομμάτια.