Ἑστιαιῶτις
From LSJ
πλέων επί οίνοπα πόντον επ' αλλοθρόους ανθρώπους → while sailing over the wine-dark sea to men of strange speech
French (Bailly abrégé)
ιδός (ἡ) :
Hestæotide ou territoire d'Hestiæa.
Étymologie: Ἑστίαια.
Russian (Dvoretsky)
Ἑστιαιῶτις: ион. Ἱστιαιῶτις, ιδος ἡ Гестиеотида (область Гестиеи) Her., Diod.