ἑρμηνεία διὰ τῆς ὀνομασίας → expression by means of language
v. ἄγω.
ἠγαγόμην: ἤγαγον, ἴδε ἐν λ. ἄγω.
see ἄγω.
ἠγαγόμην: ἤγαγον, Μέσ. και Ενεργ. αόρ. βʹ του ἄγω.