ἡμίτομον

From LSJ

Τίμα τὸ γῆρας, οὐ γὰρ ἔρχεται μόνον → Metue senectam: quippe comitata advenit → Das Alter achte, denn alleine kommt es nicht

Menander, Monostichoi, 491

Russian (Dvoretsky)

ἡμίτομον: (ῐ) τό половина (τοῦ ποδός Her.): τὰ ἡμίτομα διαθεῖναι Her. разложить (разрубленные) половины.

Middle Liddell

ἡμίτομον, ου, τό,
a half, Hdt.