ἦσαν

From LSJ

ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶνforgive us our trespasses

Source

German (Pape)

[Seite 1177] s. εἰμί; – ἦσαν, s. οἶδα u. εἶμι.

French (Bailly abrégé)

3ᵉ pl. impf. de εἰμί.

Greek Monotonic

ἦσαν: γʹ πληθ. παρατ. του εἰμί (Λατ. sum).

Russian (Dvoretsky)

ἦσαν: 3 л. pl. impf. к εἰμί.