ἰάθην

From LSJ

ἐγγυητής τοῦ ἀργυρίου ἀξιόχρεωςtrustworthy guarantor for the money

Source

French (Bailly abrégé)

v. ἰάομαι.

Greek Monotonic

ἰάθην: [ᾱ], Παθ. αόρ. του ἰάομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἰάθην: (ῑᾱ) aor. pass. к ἰάομαι.