ἐγγυητής τοῦ ἀργυρίου ἀξιόχρεως → trustworthy guarantor for the money
v. ἰάομαι.
ἰάθην: [ᾱ], Παθ. αόρ. του ἰάομαι.
ἰάθην: (ῑᾱ) aor. pass. к ἰάομαι.