ἰσθμαίνω

From LSJ

Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσθμαίνω Medium diacritics: ἰσθμαίνω Low diacritics: ισθμαίνω Capitals: ΙΣΘΜΑΙΝΩ
Transliteration A: isthmaínō Transliteration B: isthmainō Transliteration C: isthmaino Beta Code: i)sqmai/nw

English (LSJ)

v. ἀσθμαίνω, Hsch. (also ἰσμαίνω, Id.).

German (Pape)

[Seite 1263] = ἀσθμαίνω, ἀγωνιάω, πνευστιάω, Hesych.

Greek Monolingual

ἰσθμαίνω (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ἀσθμαίνω».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. προήλθε με συμφυρμό τών ἀσθμαίνω και ἰσθμός].