ἰσχνολογία
From LSJ
γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit
German (Pape)
[Seite 1272] ἡ, seine, spitzfindige Rede.
Greek Monolingual
ἰσχνολογία, ἡ (Α) ισχνολόνος
λεπτολογία, λεπτομερής εξέταση.
γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit
[Seite 1272] ἡ, seine, spitzfindige Rede.
ἰσχνολογία, ἡ (Α) ισχνολόνος
λεπτολογία, λεπτομερής εξέταση.