Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch
Full diacritics: Ἰουλώ | Medium diacritics: Ἰουλώ | Low diacritics: Ιουλώ | Capitals: ΙΟΥΛΩ |
Transliteration A: Ioulṓ | Transliteration B: Ioulō | Transliteration C: Ioulo | Beta Code: *)ioulw/ |
[ῐ], οῦς, ἡ,
A goddess of sheaves, epithet of Demeter, Semus 19; cf. ἴουλος ΙΙ.
Ἰουλώ: -οῦς, ἡ, ἡ θεὰ τῶν ἰούλων, δεματίων, ἡ Δημήτηρ, ἴδε ἴουλος ΙΙ.
Ἰουλώ, ἡ (Α) ίουλος
(επίθ. της Δήμητρας) η θεά τών δεματιών, τών σταχιών.