ὀλιγόσπερμος

From LSJ

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀλῐγόσπερμος Medium diacritics: ὀλιγόσπερμος Low diacritics: ολιγόσπερμος Capitals: ΟΛΙΓΟΣΠΕΡΜΟΣ
Transliteration A: oligóspermos Transliteration B: oligospermos Transliteration C: oligospermos Beta Code: o)ligo/spermos

English (LSJ)

ὀλιγόσπερμον, having little seed, Arist.GA725b29, Thphr. HP 7.4.4 (Comp.).

German (Pape)

[Seite 322] mit wenig Samen, Arist. gen. an. 1, 18; Theophr.

Russian (Dvoretsky)

ὀλῐγόσπερμος: имеющий мало семени (ζῷα Arst.) или семян (φυτά Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ὀλῐγόσπερμος: -ον, ὁ ἔχων ὀλίγον σπέρμα, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 18, 57.

Greek Monolingual

και λιγόσπερμος, -η, -ο (Α ὀλιγόσπερμος, -ον)
αυτός που έχει ή παράγει λίγο σπέρμα («τὰ μὲν πολύσπερμα, τὰ δ' ὀλιγόσπερμά ἐστι», Αριστοτ.)
νεοελλ.
(το ουδ πληθ. ως ουσ.) τα ολιγόσπερμα
φυτά που περιέχουν ή παράγουν λίγα σπέρματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + -σπερμος (< σπέρμα)].