ὀπυάζομαι

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀπυάζομαι Medium diacritics: ὀπυάζομαι Low diacritics: οπυάζομαι Capitals: ΟΠΥΑΖΟΜΑΙ
Transliteration A: opyázomai Transliteration B: opyazomai Transliteration C: opyazomai Beta Code: o)pua/zomai

English (LSJ)

get married, in irreg. aor. Pass. subj. 1pl. ὀπυασθώμεθα Lyr.Alex.Adesp.1.52 (dub. l.).

Greek Monolingual

ὀπυάζομαι (Α)
(αμφβλ. ποιητ. τ.) (για γυναίκα) παντρεύομαι, έρχομαι σε γάμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπνίω / ὀπύω «παντρεύομαι», κατά τα ρ. σε -άζω].